- παιδολόι
- και παιδολόγι, τοπλήθος συγκεντρωμένων παιδιών, παιδοβόλι, παιδομάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -λόι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
μαρίδα — Κοινή ονομασία περκόμορφων ψαριών του γένους Spicara της οικογένειας των κεντρακανθιδών. Πρόκειται για ψάρια μικρού μεγέθους, μέχρι 20 εκ., με επίμηκες και πλευρικά πεπιεσμένο σώμα. Στις ελληνικές θάλασσες, αλιεύονται η κοινή μαρίδα (Spicara… … Dictionary of Greek
παιδοβόλι — το πολλά παιδιά μαζί συγκεντρωμένα, συρροή παιδιών, παιδομάνι, παιδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόλι (< βάλλω), πρβλ. αγκυρο βόλι] … Dictionary of Greek
παιδοθέμι — το συγκέντρωση πλήθους παιδιών, παιδολόι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + θέμι*] … Dictionary of Greek
παιδολόγι — το βλ. παιδολόι … Dictionary of Greek
παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… … Dictionary of Greek
παιδομάνι — το συγκέντρωση πολλών παιδιών, παιδοβόλι, παιδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μάνι*] … Dictionary of Greek
μαρίδα — η 1. είδος μικρού θαλασσινού ψαριού, η σμαρίδα. 2. μτφ., πλήθος από μικρά παιδιά, παιδολόι: Η μαρίδα έπαιζε στην αυλή του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδομάνι — το συγκέντρωση μεγάλου αριθμού παιδιών, παιδολόι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)